Ὀμβρίων

Ὀμβρίων
Ὄμβριος
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὀμβρίων — ὄμβριος rainy fem gen pl ὄμβριος rainy masc/neut gen pl ὄμβριος rainy masc/fem/neut gen pl ὀμβρέω rain pres part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • συστάδα — η / συστάς, άδος, ΝΜΑ, και ξυστάς Α ομάδα από αντικείμενα, ιδίως δένδρα ή θάμνους, που στέκονται κοντά το ένα με το άλλο νεοελλ. το σύνολο τών δένδρων που φύονται σε μια δασική έκταση αρχ. 1. (κατά τον Πολυδ.) «ζυγὰς μὲν καὶ συστὰς ἡ ἀμπελόφυτος… …   Dictionary of Greek

  • υπόνομος — ο / ὑπόνομος, ον, ΝΑ, και θηλ. υπόνομος, η, Ν το αρσ. ως ουσ. 1. υπόγειος οχετός ή υπόγεια στοά για την αποχέτευση τών ακάθαρτων και όμβριων υδάτων 2. υπόγειο πέρασμα (α. «οι πολιορκούμενοι επικοινωνούσαν με τις άλλες πόλεις με υπονόμους» β.… …   Dictionary of Greek

  • όμβριος — α, ο (Α ὄμβριος, ία, ον) [όμβρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όμβρο, στη βροχή, ή αυτός που προέρχεται από τον όμβρο, βρόχινος («ἔστιν δ οὐρανίων ὑδάτων ὀμβρίων», Πίνδ.) αρχ. 1. αυτός που προξενεί, που φέρνει βροχή, βροχερός («ἀλλ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”